ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΝΙΑΝ ΣΟΥ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΟΝ

Την διακονίαν σου πληροφόρησον.........(Τιμ.β,4)
Σας ευχαριστούμε που επισκεφθήκατε την ιστοσελίδα του Ναού μας και σας ευχόμαστε καλή πλοήγηση

28 Μαρτίου 2012



ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΜΑΣ ΝΑΟ

ΚΕΛΕΥΣΟΝ......ΚΕΛΕΥΣΑΤΕ
ΚΕΛΕΥΣΟΝ ΑΓΙΕ ΔΕΣΠΟΤΑ ΤΟΝ ΝΥΝ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΟΝ ΣΟΙ
Tην Κυριακή 1 Απριλίου 2012 στον Ιερό μας Ναό θα τελεσθεί η εις υποδιάκονον και εν συνεχεία η εις διάκονον χειροτονία του Γεωργίου Σταθοπούλου αναγνώστου και μέλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ημέτερου Ναού. Η χειροτονία θα τελεσθεί υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θερμοπυλών και ηγουμένου της Ιεράς Μονής Πεντέλης Ιωάννη.
Καλούμε όλους του ενορίτας μας και μη να παρευρευθούν στην τέλεση του μυστηρίου της χειροτονίας και να ευχηθούν στον νεο διάκονο μας μεθ'ημών το Άξιος.

                Ο υποψήφιος διάκονος Γεώργιος Σταθόπουλος γεννήθηκε το 1987 στο Χολαργό Αττικής και μεγάλωσε στην Ηλιούπολη Αττικής όπου και ευρίσκεται η πατρική του οικία πλησίον του Ιερού Ναού μας. Μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας του σε Δημοτικό και Γυμνάσιο εγγράφετε στο λύκειο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής μετά από εισαγωγικές εξετάσεις. Εκεί θα τελειώσει το λύκειο κατά τα έτη 2002-2005. Το 2005 θα εισαχθεί στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας και παράλληλα θα πραγματοποιήσει σπουδές εις την Βυζαντινή Μουσική στο Δημοτικό Ωδείο Αργυρούπολης υπό του καθηγητή Διονυσίου Ηλιόπουλου. Το 2006 προχειρίζεται αναγνώστης από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο. 
               Από τα 9 του χρόνια βρίσκεται στην διακονία του Ιερού Ναού αρχικά ως ιερόπαις και εν συνεχεία ως αναγνώστης και βοηθός ιεροψάλτου του αναλογίου και τακτικό μέλος του Εκκ/κού Συμβουλίου. Παράλληλα διακονεί και ως κατηχητής του ενοριακού κέντρου νεότητος του Αγίου Νικολάου Ηλιουπόλεως.

21 Μαρτίου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

       Για μια ακόμη χρονιά φτάνει η 25η Μαρτίου ημέρα μνήμης μα πάνω απ'όλα ημέρα τιμής για όλους εκείνους που οραματίστηκαν, πίστεψαν, βοήθησαν, πολέμησαν και πέθαναν ακόμα για μια ελεύθερη Ελλάδα. Μνήμη και τιμή που δεν πρέπει να λάμπει μόνο την εορταστική ημέρα αλλά πρέπει σαν έθνος και σαν λαό να μας κατέχει κάθε στιγμή του χρόνου και σε κάθε μας έργο.
       Ο Ιερός μας Ναός κάνει φέτος ένα μικρό αφιέρωμα στον ρόλο που διαδραμάτησε η Εκκλησία και ο Κλήρος της τα δύσκολα εκείνα χρόνια σαν μια ελάχιστη συνεισφορά γνώσης για τους νεώτερους στην ηλικία και ως μια υπόσχεση, για τους πιο μεγάλους, αδιαλείπτου μνήμης και παντοτινής τιμής σε όλους εκείνους τους ρασοφόρους που στάθηκαν αντάξιοι όχι μόνο της ελληνικής τους καταγωγής αλλά και του τίμιου και ηρωικού ράσου που ο Πάνσοφος Θεός τους έταξε να ενδυθούν.
Είναι όμως και ένα αφιέρωμα στην συνολική προσφορά της Εκκλησίας στον αγώνα και το γένος. Μια προσφορά που όσο και να παλέψουν κάποιοι επιστήμονες ιστορικοί ανιστόρητοι δεν θα καταφέρουν ούτε να αμαυρώσουν ούτε να αποκρύψουν από τον λαό και το έθνος.
         Στην επιλεγμένη περιοχή στην ιστοσελίδα μας έχουμε  ανηρτημένα έξι θέματα στα οποία ομιλούν εξέχουσες προσωπικότητες της ακαδημαικής κοινότητας εγνωσμένου επιστημονικού κύρους. Σας προτείνουμε να διαβάσετε τα άρθρα τους για να μάθετε πράγματα που ίσως δεν ξέρετε για τον ρόλο της Εκκλησίας και του Κλήρου στην επανάσταση του 1821.

20 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


                   Ήλθε φαίνεται και η σειρά του «Κρυφού Σχολειού»! Να το απομυθοποιήσωμε και αυτό. Γιατί, όπως είναι γνωστό, στα «Κρυφά Σχολειά», δηλ. στα κοινά σχολειά της τουρκοκρατίας, γραμματοδιδάσκαλοι γίνονταν πάντοτε ρασοφόροι και μάλιστα ταπεινοί μοναχοί που κράτησαν την εθνική συνείδηση και διέδιδαν την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά Γράμματα. Σε κάποιο πρόχειρο συνήθως χώρο, στα κελλιά ενός μοναστηριού, μέσα σε ένα ξωκκλήσι ή εκκλησιά. Παράλληλα προς τα μεγάλα επίσημα σχολεία που κι αυτά η Ορθόδοξη Εκκλησία ίδρυσε και διατήρησε, εκεί όπου οι συνθήκες δεν ήταν πρόσφορες, στις ορεινές π.χ. και απομακρυσμένες περιοχές, που ήταν τα δημοτικά σχολειά της εποχής εκείνης. Άλλωστε στους περιβόλους των μοναστηριών, όπου άκμασε η βυζαντινή τέχνη, συντηρήθηκε η πνευματική παράδοση του Έθνους και λειτουργούσαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, υπήρχαν εσωτερικά σχολειά για τις ανάγκες των ίδιων των κοινοβίων. Σε πρόσφατη επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, σε ένα από τα καλύτερα σύγχρονα κοινόβιά του, διαπίστωσα ότι είχε οργανωθή φροντιστήριο ελληνικών γραμμάτων, για να μπορούν οι μοναχοί (και οι νέοι και οι γεροντότεροι) να παρακολουθούνε το περιεχόμενο των βυζαντινών ύμνων που ακούνε στο ναό. Να, λοιπόν, ένα σύγχρονο «Κρυφό Σχολειό», όχι φανερό, όχι επίσημο, αλλά δημιουργημένο από συγκεκριμένη ανάγκη.
                      Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας τα μοναστήρια δεν ήταν μόνο θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα, αλλά και φιλανθρωπικά ταμεία, εστίες νοσοκομειακής περιθάλψεως όποιου προσέφευγε σ’ αυτά κ.λ.π. Οι μοναχοί ήταν περίφημοι «βοτανολόγοι». Το «Γεωπονικόν» του Αγαπίου Λάνδου θαυμάζεται και από τους σύγχρονούς μας επιστήμονες. Ήταν δηλαδή τα μοναστήρια καταφύγια του Ελληνισμού στην περίοδο της σκλαβιάς. Μέσα στους ναούς τους μάθαιναν οι ραγιάδες γράμματα, κοντά σε κάποιο μοναχό έβαζαν τα παιδιά τους να διδαχθούν το αλφαβητάρι.
                                   «Οι διδάσκαλοι ήταν κατά κανόνα καλόγηροι…»
                  Θα αναφέρωμε και άλλο παράδειγμα. Σε τουρκοπατημένη σήμερα ελληνική περιοχή (για ευνόητους λόγους δεν σημειώνομε ποια είναι), μετά το κλείσιμο του ελληνικού σχολείου, που λειτουργούσε εκεί, από τον κατακτητή, ο παπάς συγκεντρώνει τα Ελληνόπουλα στην εκκλησιά και τους διδάσκει την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Ακόμη και ο Φάνης Μιχαλόπουλος, που από θαυμασμό στους διαφωτιστές, υποτιμάει την προσφορά αυτή της Εκκλησίας, την αναγνωρίζει έμμεσα:

                   «Αλλά προτού φθάσουν τα Γιάννενα στο επίφθονον αυτό πνευματικό σημείο, ιδίως κατά τους χρόνους του Αθανασίου Ψαλλίδα και του Βηλαρά, η παιδεία στην ηπειρωτική πρωτεύουσα πέρασε από κρίσιμες φάσεις. Όπως κι αλλαχού, έτσι και στα Γιάννενα η παιδεία ήταν κτήμα μερικών καλογήρων, που παρέδιδαν βασιζόμενοι στο καταθλιπτικότερο σύστημα. Η κατώτερη εκπαίδευση ή τα κολλυβογράμματα είχαν ως βάση θεολογικά τινα βιβλία – το Ψαλτήρι και την Οκτάηχο. Οι διδάσκαλοι ήταν κατά κανόνα καλόγηροι» (Τα Γιάννενα κι η Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820), Αθήνα 1930, σελ. 25).
                    Όπως και άλλοτε έχω παρατηρήσει (βλ. το βιβλίο μου «Βυζάντιο και Εκκλησία», έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1978), οι ίδιοι οι ορθόδοξοι ναοί τι άλλο ήταν παρά «Κρυφά Σχολειά», αφού εκεί εκτός από την ελληνική γλώσσα, οι υπόδουλοι διδάσκονταν έμμεσα και την ελληνική ιστορία ακούγοντας τα πολυπληθή κοντάκια, απολυτίκια κ.λ.π. που συνδέονται μ’ αυτήν: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…», τα ειρηνικά, την «εκτενή» κ.λ.π. Η Ορθοδοξία κράτησε το Γένος στα δύσκολα χρόνια της δουλείας και το κράτησε με τους ολιγογράμματους παπάδες και τα «κρυφά» σχολειά της.

                                            Ο «Δούρειος Ίππος» για την κάθαρση
                   Έπρεπε, λοιπόν, να αμφισβητηθεί η ύπαρξή τους. Και δυστυχώς αυτό έγινε από τις σελίδες της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», που εκδίδει η «Εκδοτική Αθηνών», έργου κατά τα άλλα σοβαρού, με αποτέλεσμα να περάσει και στα σχολικά εγχειρίδια. Έτσι η όλη υπόθεση έφθασε στη δημοσιότητα. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη κι εκείνος, προς τιμήν του, όπως αναφέρεται σε έγγραφο των Τμημάτων Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφημερίδα της 21.5.1978, έδωσε αμέσως εντολή, από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία να απαλειφθεί η φράση: «Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα», από τη σελ. 173 της «Ιστορίας» της Γ’ Λυκείου. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να αποκατασταθεί και η αλήθεια για το «Κρυφό Σχολειό». Η ίδια η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» πρέπει να πάρει υπ’ όψη της σε μια προσεχή επανέκδοσή της αυτό που γράφει ο Γεν. Γραμματεύς της Ακαδημίας Αθηνών, που φέρεται και ως μέλος του Εποπτικού της Συμβουλίου. Γράφει, λοιπόν, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος στο βιβλίο του «Το Εικοσιένα και ο Σύγχρονος Ελληνισμός» (Αθήναι 1972, σελ. 57):
«Το 1821 απετέλεσε την απαρχήν της καθάρσεως των Ελλήνων από την δευτέραν ιστορικήν των τραγωδίαν, η οποία διήρκεσε τετρακόσια χρόνια. Ο Δούρειος Ίππος δια την κάθαρσιν αυτήν ήτο η Ορθοδοξία, οι Κοινότητες, το Κρυφό Σχολειό και ο εμπορικός στόλος των υποδούλων Ελλήνων».
Αλλά και ο ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Καθηγητής Απ. Ε. Βακαλόπουλος, μέλος κι αυτός του Εποπτικού Συμβουλίου της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», τα ίδια δέχεται όταν γράφει:

«Μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και των κοινοτήτων συντηρούνται μικρές σπίθες από την παιδεία των Ελλήνων… Η στάθμη της παιδείας πέφτει απότομα με την πτώση της Κωνσταντινούπολης… Φαίνεται όμως ότι στην Κωνσταντινούπολη και σε ορισμένους άλλους τόπους λειτουργούν «κοινά σχολεία» με λίγους μαθητές, των οποίων οι δάσκαλοι πληρώνονται από τους σχετικά εύπορους γονείς. Στα «κοινά σχολεία» διδάσκονταν ανάγνωση αριθμητική και στοιχεία γραμματικής. Υπήρχαν όμως και μερικοί γονείς που έδιναν μόνοι τους στα παιδιά τους τις απαραίτητες στοιχειώδεις γνώσεις». (Η Πορεία του Γένους, Αθήνα 1966, σσ. 76-77).

Είναι σαφές ότι ο ιστορικός αναφέρεται σε ανεπίσημα σχολεία. Ο ίδιος θεωρεί το έτος 1593, στον 16ο δηλ. αιώνα, οπότε τοποθετείται το «Κρυφό Σχολειό», «ορόσημο» για την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας. Και το ορόσημο αυτό οφείλεται στην Εκκλησία. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικά στην «Ιστορία» του «του Ελληνικού Έθνους»:

«Κατά τον πρώτον αιώνα της δουλείας οι πεπαιδευμένοι Έλληνες εις όλον το Έθνος ανήρχοντο εις 230. Την έλλειψιν της μορφώσεως του Έθνους ησθάνθησαν πάντες αλλά περισσότερον όλων το Πατριαρχείον. Ένεκα τούτου ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο μεγαλοπρεπής (ο Τρανός) το έτος 1593 συνεκάλεσεν Ιεράν Σύνοδον εις το μετόχιον του Παναγίου Τάφου και έλαβεν την εξής απόφασιν: «Έκαστον επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην των δυναμένων ποιείν, ώστε δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν».

                                                 Αμφισβητήσεις χωρίς τεκμήρια

                         Τα περί «μύθου» για το «Κρυφό Σχολειό» τα υποστήριξε στον Ι’ τόμο της νεώτερης «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» (1974), ο Καθηγητής σήμερα της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Άλκης Αγγέλου. Ο μελετητής αυτός, που είναι και μέλος του Ομίλου Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, αρνείται με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο την ύπαρξη του «Κρυφού Σχολειού», χωρίς όμως να πείθει με τα γραφόμενά του αλλά κάνοντας διάφορες υποθέσεις, που δεν τεκμηριώνει. Ο Αγγέλου συγκεντρώνει όσες αρνητικές θέσεις έχουν κατά καιρούς γραφή, αλλά δεν αναφέρει τις υπόλοιπες, όπως επιβάλλεται για ένα έργο όχι «προσωπικό», αλλά «συλλογικό», καθώς είναι η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», μιλώντας περί «ευφαντάστων καλοπροαιρέτων ιστορικών της εθνικής σκοπιμότητος» οι οποίοι κατά την άποψη του παρασύρθηκαν «από την χιονοστιβάδα του μύθου».

Ας δούμε, λοιπόν, στη συνέχεια τι αναφέρουν πάνω στο θέμα πολύ σοβαρές ιστορικές πηγές και έγκυροι συγγραφείς. Ο Αναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ της ιατρικής, ιππότης του τάγματος του αγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων επιστημονικών και φιλανθρωπικών εταιριών», στον β’ τόμο του περίφημου έργου του «Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», όπου πραγματεύεται περί «Παιδείας» (εν Αθήναις 1870, σελ. κε’ κ.εξ.) γράφει:

«Σμικρόν κατά σμικρόν η διδασκαλία μετεφέρθη από των σκητών και των σπηλαίων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών, ένθα και σήμερον έτι διδάσκουσιν εν τισι των υπό την Τουρκία ελληνικών χωρών. Τα δημόσια σχολεία τότε ήσαν παντελώς κατηργημένα· μόνον εν τοις Πατριαρχείοις της Κωνσταντινουπόλεως και εν αποκέντρω τινί πόλει διετηρήθησαν, ως λέγεται, ατελείς τινες σχολαί· ανώτερα δε εκπαιδευτήρια δεν εδύναντο να συστηθώσι, λέγει ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός «ειμή υπό τον τίτλον επανορθωτικά καταστήματα MAISON DE CORRECTION». Ούτω δε μόλις εδυνήθησαν οι άνδρες εκείνοι να διατηρήσωσιν εν τη Ανατολή άσβεστον τον λύχνον της παιδείας… «Παναγιώτης δε ο Νικούσης και ο διάδοχος αυτού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ο Νερουλός, κατώρθουν να λαμβάνωσιν άδειαν συστάσεως σχολείων εις διαφόρους πόλεις της τε Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας και απεστόμουν τους κατά τόπους διοικητάς Τούρκους οτέ μεν δια δώρων, οτέ δε δια της ισχύος των παρά τοις υπουργοίς του Σουλτάνου». Αλλά σχολεία διατηρούμενα μόλις δια δωροδοκίας και δια της εμπνεύσεως φόβου, δεν ήτο δυνατόν να παρέξωσιν εις το έθνος και μεγάλους άνδρας· άπορον μάλιστα είναι πως εμορφώθησαν και τινες, ικανοί να διδάσκωσι τα καλά γραμματικά, και να διατηρώσιν ούτως άσβεστον τουλάχιστον την λυχνίαν της παιδείας».

                                              «Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι θρύλος…»

Για διώξεις μιλάει και ο ιστορικός της Επαναστάσεως του Εικοσιένα Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος αναφέροντας το «Κρυφό Σχολειό»:

«Ο παπάς κάτω από τα ράκη του ράσου του κρατεί το ψαλτήρι και πηγαίνει να μάθη τα παιδιά, που τον περιμένουν, να διαβάζουν. Ομιλεί ακόμη εις τα παιδιά και δια τους μεγάλους ανθρώπους που εδόξασαν άλλοτε αυτόν τον τόπον. Διδάσκει την ολίγην ιστορίαν που γνωρίζει και αυτός. Το κρυφό σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συνετήρησε παρά τας διώξεις, παρά την αξιοθρήνητον έλλειψιν παντός μέσου, παρά την φοβεράν πίεσι τόσων αμέσων αναγκών που θα ήτο φυσικόν να οδηγήσουν προς τον εξισλαμισμόν, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξη». (Η Ελληνική Επανάστασις, βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, ε’ έκδοση, τόμ α’, «Μέλισσα» , σελ. 21).

                      Ο Αγγέλου παρακάμπτει τελείως τις διώξεις και ούτε λίγο ούτε πολύ παρατηρεί: «Αν το Κρυφό Σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πραγματικότητα σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να μείνουν σκόπιμα στην αφάνεια. Θα έπρεπε, αντίθετα ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητος της φυλής και της εθνικής συνειδήσεως σύμφωνα με την ερμηνεία που θα του δώσουν κατά κανόνα οι μεταγενέστεροι, να εξαρθή με κάθε τρόπο. Αφού, λοιπόν, η απλή λογική μας οδηγεί να αποκλείσουμε παρόμοιο ενδεχόμενο, εκείνο που απομένει να δεχθούμε είναι ότι πιθανόν να βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική – μοναδική ίσως – συμπτωματική εξαφάνιση κάθε σχετικής γραπτής μαρτυρίας. Την έσχατη όμως αυτή υπόθεση έρχεται να αναιρέση μια άλλη αδιαφιλονίκητη λογική παρατήρηση: Για ποιο λόγο ο Τούρκος να ενοχληθή από την ύπαρξη των σχολείων; Τι είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήση από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Ασφαλώς η περιορισμένη έκταση που μπορούσε να έχη την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιεργείας της γης. Άλλωστε τα γράμματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολείτο συστηματικά ο δυνάστης ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο».

                                               «Απόκρυφον έργον συνετελείτο…»

Ασφαλώς ένας δυνάστης, σαν κι αυτόν θα ήταν τέλεια ιδανικός, όμως οι μαρτυρίες κάθε άλλο παρά αθώο τον εμφανίζουν. Από τη μια μεριά έδινε προνόμια κι από την άλλη, όπου μπορούσε, προέβαινε σε εξισλαμισμούς του πληθυσμού. Πώς θα άφηνε στην περίπτωση αυτή να λειτουργήσουν ομαλά τα σχολεία; Ο γνωστός ιστοριοδίφης Τάσος Γριτσόπουλος γράφει πάνω σ’ αυτό:

«Πρέπει αναμφισβητήτως να τονισθή ότι παρά το δοθέν προνόμιον και παρά τας πολιτικάς αρετάς του Πορθητού, θηριώδης παρέμεινε και αμετάβλητος η ασιατική φυσιογνωμία αυτού του ιδίου και των διαδόχων του. Παρά το ανενόχλητον του Πατριάρχου ο Πατριάρχης ουχί σπανίως κατεβιβάσθη από τον θρόνον και ωδηγηθή εις τον θάνατον παρά δε τας χορηγηθείσας θρησκευτικάς ελευθερίας υπήρχον δεσμεύσεις και επί των απλουστέρων ζητημάτων, αύται δε συνήθως ήροντο δια της καταβολής χρημάτων. Γεμάτη από αντιφάσεις εξεδηλώνετο η τουρκική πολιτική έναντι των χριστιανών, πάντοτε όμως ρυθμιστής των σχέσεων ήτο η σκοπιμότης και χρυσούς κανών η εξαγορά, ποτέ η αρετή και το δίκαιον».

Ο ίδιος μελετητής έχει ασχοληθή ιδιαίτερα με την παιδεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έχει αφιερώσει στο «Κρυφό Σχολειό» μελέτημα που είδε το φως το 1962 στον δ’ τόμο του επιστημονικού φιλολογικού περιοδικού «Παρνασσός». Ο Γριτσόπουλος κατέγινε και με την ιστορία της Μεγάλης του Γένους Πατριαρχικής Σχολής, που την ίδρυσή της τοποθετεί αμέσως μετά την Άλωση:

«Βεβαίως, γράφει, δεν γνωρίζομεν πότε ακριβώς η Μ. Εκκλησία γενικώς και επισήμως επέβαλε εαυτήν ως την κατ’ εξοχήν επόπτριαν της διακανονιστικής κινήσεως διότι δεν έχομεν σαφή μαρτυρίαν αυθεντικήν. Αλλ’ είναι δυνατόν να υποθέσωμεν ότι επί του Γενναδίου και ζώντος του Πορθητού συνετελέσθη το μέγα γεγονός εις την Κωνσταντινούπολιν τουλάχιστον. Εις τας επαρχίας ωργανώθη μεν υπό την αιγίδα της Εκκλησίας η Παιδεία, τούτο όμως έγινε πολύ αργότερα, όταν οι καιροί ήσαν περισσότερον πρόσφοροι. Πάντως οφείλομεν να δεχθώμεν ότι απόκρυφον έργον συνετελείτο από της πρώτης στιγμής της συμφοράς εις τα μοναστήρια, όπου πρέπει να τοποθετήσωμεν τα θρυλικά Κρυφά Σχολειά» (Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, τόμ. α’, σσ. 70-71).

                                            Κρυπτοχριστιανοί – Κρυφά Σχολειά

Η ύπαρξη επισήμων σχολείων, εξ άλλου, δεν αποκλείει τα κρυφά. Όπως και η διατήρηση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν αποκλείει την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών, εξισλαμισθέντων δηλ. χριστιανών, που λάτρευαν στα κρυφά τον αληθινό Θεό. Ο ίδιος δυνάστης, που ενώ αναγνώριζε το Πατριαρχείο, κυνηγούσε την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία με πραγματική μανία, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, όπως θα δούμε παρακάτω, έκλεινε τα ελληνικά σχολεία. Για τις ανάγκες των κρυπτοχριστιανών η Εκκλησία χρησιμοποιούσε και κρυφούς παπάδες. Ο Νίκος Ε. Μηλιώρης, που ασχολήθηκε συστηματικά με το αδιαμφισβήτητο τούτο γεγονός προσκομίζοντας σπουδαίες μαρτυρίες στο βιβλίο του «Οι Κρυπτοχριστιανοί» (Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων, σ. 47-48) γράφει:

«Κρυφοί παπάδες ήσαν ακόμη δερβίσηδες – ιεραπόστολοι μυστικοί – που περιοδεύανε στα κέντρα των κρυπτοχριστιανών και τελούσαν τα χριστιανικά μυστήρια. Ήσαν απεσταλμένοι κάποιων μοναστηριών. Ειδική και επιμελημένη ήταν η επιλογή και η προετοιμασία από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου των περιοδευόντων αυτών μυστικών ιεραποστόλων και μακροχρόνια και γεμάτη από απρόοπτους και θανάσιμους συχνά κινδύνους η αποστολή τους. Διαλέγανε όσους από τους καλογέρους παρουσιάζανε τα περισσότερα για τον προορισμό, που θα αναλαμβάνανε προσόντα. Τους διδάσκανε τα τούρκικα, τους μυούσαν στους τύπους της μουσουλμανικής λατρείας και στις θρησκευτικές τελετές της κι ύστερα τους ντύνανε ντερβίσηδες και τους εξαποστέλνανε στον Πόντο. Μπαίνανε στα χωριά των Κρυπτοχριστιανών σαν κήρυκες του Μωάμεθ. Τη νύκτα λειτουργούσανε (σ.σ. τα ελληνικά) μέσα σε κατακόμβες και κρύπτες. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσανε και χρόνια ολόκληρα πολλές φορές, ταλαιπωρούμενοι και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο σε κάθε τους βήμα. Πολλοί υποκύπτανε στις κακουχίες· άλλοι αναγνωρίζονταν και τότε τελειώνανε με μαρτυρικό θάνατο. μερικοί είχανε την καλή τύχη να γυρίσουν πίσω στο μοναστήρι τους· αλλά και πάλιν αφού κάνανε εκεί την αναφορά τους, σύντομα ξαναφεύγανε σε καινούρια αποστολή. Σε τέτοια μοναστήρια του Πόντου κρατούσαν και κρυπτογραφικούς κώδικες· καταγράφανε σ’ αυτούς συνθηματικά την κίνηση των κρυπτοχριστιανών της δικαιοδοσίας ή της περιοχής των.

Οι αρνητές του «Κρυφού Σχολειού» σε κανένα τεκμήριο δεν βασίζονται παρά μόνο σε εικασίες. «Ένας αιώνας και πλέον μετά την Άλωση λένε, είναι το διάστημα που καλύπτεται λίγο πολύ από τους υπέρμαχους της μυθολογίας του Κρυφού Σχολειού. Το χρονικό όμως αυτό διάστημα μπορεί να δικαιολογήση με τον αργό ρυθμό που έχει η ζωή εκείνη την εποχή και με την επιβράδυνση την οποία προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση το γενικό μούδιασμα που έχει καταλάβει όλες τις δυνάμεις του έθνους». Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με όσα οι ίδιοι γράφουν για την ουδέτερη πολιτική του Τούρκου δυνάστη απέναντι στα σχολεία. Και σχολεία δεν δημιουργήθηκαν μόνο μετά τον 16ο αιώνα αλλά αμέσως μετά την Άλωση ιδρύθηκε η Μεγάλη του Γένους Πατριαρχική Σχολή. Αντίθετα αν υπήρξε μούδιασμα αυτό θα ήταν αποτέλεσμα των τουρκικών πιέσεων. Το ακριβές, όπως ήδη σημειώθηκε, είναι ότι ο κατακτητής επίσημα έδωσε προνόμια και ανεπίσημα επιδίωκε τον αφελληνισμό των υποδούλων, όπως έκανε με τη στρατολογία γενιτσάρων. «Το ελληνικό έθνος, γράφει ο Βλαχογιάννης, πλήρωσε με εκατομμύρια ζωντανές ψυχές τη δίψα του μουσουλμανικού φανατισμού» (Πρωία 5 Ιουνίου 1932).

                                                   Πλούσια ηπειρωτική παράδοση

Τις εικασίες των αρνητών του «Κρυφού Σχολειού» έρχεται να αναιρέση πλουσιώτατη τοπική παράδοση, αλλά και η ύπαρξη τοπωνυμικών μαρτυριών και αρχαιολογικών τεκμηρίων. Ο Ηπειρώτης ποιητής Κώστας Κρυστάλλης γράφει για τα «Κρυφά Σχολειά» του Συρράκου και των Καλαρρυτών:

«Εν Συρράκω και Καλαρρύταις εδιδάσκετο η Ελληνική Παιδεία υπό Ιερέων ως εις πλείστα μέρη της Ελλάδος κατά τους ανωμάλους εκείνους καιρούς – είτε εν ναοίς είτε εν ιδιωτικοίς οίκοις - πολύ προ του ισαποστόλου Αγίου Κοσμά (Περιοδικό «Εβδομάς», 1891).

Νεώτερος μελετητής της «Παιδείας στα Τζουμέρκα από την Άλωση ως τον Αλή πασά», ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Φίλιππος Δ. Κολοβός παρατηρεί για την παιδεία στην Ήπειρο:

«Στην περίοδο της σκλαβιάς ο κλήρος γίνεται οδηγός και στήριγμα του δούλου Έθνους. Και το «Κρυφό Σχολειό» είναι για την περίοδο εκείνη το μοναδικό σχολείο μέσα στο οποίο οι μικροί ραγιάδες πληροφορούνται για τα περασμένα μεγαλεία του έθνους. Οι απλοϊκοί ρασοφόροι διοχετεύουν ιερό ενθουσιασμό στα σκλαβόπουλα και διαποτίζονται από το κρυφό σχολειό τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και διασώζονται τα εθνικά ιδανικά» (περ. «Σκουφάς» 5 , τεύχη 42-43, σελ. 92).

Την ηπειρωτική παράδοση για το «Κρυφό Σχολειό» ενισχύουν και οι δυο γωνιακές κρύπτες του καθολικού της μονής του Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπινών ή του Σπανού στο νησάκι των Ιωαννίνων, όπου όλως λέγεται λειτουργούσε «Κρυφό Σχολειό». Αυτό το αναφέρει ο Αρχαιολόγος Σωτ. Ι. Δάκαρης, αλλά δεν το δέχεται.

«Κατά τη γραπτή παράδοση, γράφει, του 19 αιώνα λειτούργησε εδώ με την ανέγερση της πρώτης Μονής, ή κατ’ άλλη εκδοχή από τα μέσα του 16ου αιώνα, Εκπαιδευτήριο. Ασφαλώς όμως εσφαλμένος είναι ο θρύλος για τη λειτουργία του Κρυφού Σχολειού. Στα Γιάννινα υπήρχαν με την ανοχή των Τούρκων στους χρόνους της τουρκοκρατίας πολλά σχολεία, ώστε η παράνομη δράση του Κρυφού Σχολειού να φαίνεται περιττή» (Το νησί των Ιωαννίνων, Αθήναι 1971, σελ. 22).

Διαφεύγει όμως της προσοχής του αρχαιολόγου ότι «Κρυφό Σχολειό» ήταν και το ανεπίσημο, όπως ήδη γράψαμε, κοινό σχολειό, που όπως σημειώνει ο Μιχαλόπουλος (βλ. παραπάνω), το κρατούσαν οι καλόγεροι. Όταν οι συνθήκες απαιτούσαν πλήρη μυστικότητα ή δημιουργούσαν ανάγκη κρυφής λειτουργίας του, οι καλόγεροι επιτελούσαν το έργο τους όπως συνήθως κρυφά. Παράδειγμα η σχολή που λειτούργησε στο μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας Σύμης από το 1765 ως το 1821 και σταμάτησε με την έκρηξη της Επαναστάσεως από τον δυσαρεστημένο κατακτητή. Ξαναλειτούργησε το 1834 στους θόλους του ναού της Μεγάλης Παναγιάς στο Κάστρο της Σύμης. Στο μεταξύ διάστημα, οπότε ξαναγύρισε η τουρκική κατοχή, λειτουργούσε ασφαλώς κρυφά (βλ. σχετικά στη μελέτη «Η σχολή της Σύμης», Αθήνα 1978). Το ίδιο γινόταν σε όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας και περισσότερο στην μετά την Άλωση κρίσιμη περίοδο, οπότε σωστά τοποθετείται κατ’ εξοχήν η ύπαρξη του «Κρυφού Σχολειού», και καθώς είδαμε ο κατακτητής εφάρμοζε δυο μέτρα και δυο σταθμά απέναντι στους Έλληνες.

Άλλος Ηπειρώτης λογοτέχνης, ο Μιχαήλ Περάνθης, με βάση την επιχωριάζουσα στην πατρίδα του παράδοση περιγράφει το «Κρυφό Σχολειό» ως εξής:

«Δίδασκαν καλόγεροι και παπάδες μισογραμματισμένοι κι αυτοί. Δίδασκαν νύχτα, με το κερί, πριν ξημερώσει ακόμα. Τα παιδιά διολίσθαιναν αθόρυβα στο σκοτάδι, να μην τους δει Τούρκος κι ήταν χαρούμενα όταν είχε φεγγάρι – που το τραγουδούσαν. Έφταναν σ’ ένα γυμνό δωμάτιο σπιτιού, στο νάρθηκα μιας εκκλησιάς, σ’ ένα μπουντρούμι ανήλιαγο και υγρό… Κάθονταν διπλοπόδι στο χώμα ή στις πλάκες ή απάνω στις πέτρες, γύρω – γύρω. Με τα’ αυτί τους στημένο έξω μπας κι ορμήσει ο Αγαρηνός. Με τη ματιά τους στο μυστικό παραπόρτι, έτοιμοι να το σκάσουν, αν χρειαστεί… Και να παίζουν το κεφάλι τους για πέντε κολλυβογράμματα! Τι μάθαιναν; Την αλφαβήτα – για να διαβάζουν το ψαλτήρι. Βιβλία δεν είχαν. Η ανάγνωση γινόταν στ’ Οκταήχι. Ένας διάβαζε κ’ οι άλλοι του κρατούσαν το ίσο, κουνώντας ρυθμικά το κορμί τους μπρος πίσω και ψαλμωδώντας τους φθόγγους της εκκλησιαστικής μουσικής. Στη μέση στέκονταν ο δάσκαλος κρατώντας τη βέργα του «δίκην σκήπτρου». Ήταν το σύμβολό του. Την άπλωνε και χτυπούσε μ’ αυτήν όπου έφτανε».

                                                         Δύο αξιόλογες μαρτυρίες

Βέβαια πρόκειται για λογοτεχνική ανάπλαση, όμως ο Περάνθης στη συνέχεια προσάγει και δυο αξιόλογες μαρτυρίες για την κατάσταση της παιδείας στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας:

«Ο προτεστάντης ιεροκήρυκας Γκέρλαχ είδε στα 1572 τον γέρο Μαλαξό να δίνει μαθήματα στο σπίτι του. Ήταν σ’ ένα εξαθλιωμένο γυμνό δωμάτιο, όπου σε μια γωνιά κρέμονταν λίγα παστωμένα ψάρια ξερά· απ’ αυτά έπαιρνε και μαγείρευε, να ψευτοζήσει. Μόλις τα παιδιά έπαυαν να ψελλίζουν, έγραφε ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, στα 1714, τάστελναν στην κοντινότερη εκκλησιά, να μάθουν όσα σχετίζονταν με την πίστη τους… Τα Κρυφά Σχολειά συνεχίζονται εκεί που οι τοπικοί πασάδες και μπέηδες μάχονται τους καλόγερους και τα γράμματα».

                                                   «Κρυφά Σχολειά» σ’ όλη την Ελλάδα

«Κρυφά Σχολειά» δεν λειτουργούσαν μόνο στην Ήπειρο, αλλά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Στην περίφημη μονή Προυσσού στη Ρούμελη, διασώζεται ένα μικρό κτίριο, που το ονομάζουν «Κρυφό Σχολειό» και λέγουν ότι δίδαξε σ’ αυτό ο εθνομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός. Πλουσιώτατη είναι η παράδοση για το «Κρυφό Σχολειό στο Μοριά, στη Δημητσάνα, στη μονή Φιλοσόφου κ.α.

«Το σχολείο της Μονής Φιλοσόφου, γράφει ο Γυμνασιάρχης Β. Χαραλαμπόπουλος, γνώρισε μεγάλη ακμή στα χρόνια της σκλαβιάς όταν πια έκλεισαν τα άλλα σχολεία και το πνευματικό σκοτάδι σκέπασε τη χώρα μας. Τότε όσοι διψούσαν για μάθηση έτρεχαν στα μοναστήρια και σε απόμερες περιοχές στα λεγόμενα «Κρυφά Σχολειά», όπου καλόγεροι και παπάδες μάθαιναν τα παιδιά γράμματα. Το παλαιό μοναστήρι του Φιλοσόφου βρίσκεται μέσα στην σπηλιά του βράχου και λέγεται από τον λαό «Κρυφό Σχολειό», γιατί εκεί λειτούργησε το παλαιό σχολείο στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς. Βρίσκεται όμως σε μέρος εξαιρετικά απότομο και δυσκολοπέραστο και οι συνθήκες της ζωής σ’ αυτό ήταν πολύ δύσκολες» (περ. «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχ. 81, σελ. 113).

                                                Γλωσσικές – αρχαιολογικές μαρτυρίες

Ενδιαφέρουσες γλωσσικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες συγκεντρώνει για το «Κρυφό Σχολειό» ο Αθανάσιος Φ. Παπαγιάννης:

«Τοπωνύμια «Κρυφό Σχολειό», γράφει υπάρχουν εκτός από τη μονή Φιλοσόφου, και στην Άνω Μονή Δίβρης (στην Ηλεία), στη Μονή Αγίων Αναργύρων (Λακωνίας), στη Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού (Κορινθίας) κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ‘’Κρυφό Σχολειό’’ ‘’ήταν διαμέρισμα αθέατον, αποκεκομμένον από τον ναόν, προσιτόν με κινητήν κλίμακα μακρυά από τα μάτια του κατακτητού’’ ή ‘’θολωτό κρυφό διαμέρισμα πάνω από τον νάρθηκα της Μονής, όπως στη Μονή Φενεού’’. Στη Μονή Κηπιανών (Μαντινείας) ήταν σε θολωτό διαμέρισμα της καμάρας (Στοάς)» (Μαντινειακά Μοναστήρια, σελ. 378).

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στην Κύπρο τους παπάδες, όπως με πληροφορεί ο φίλος Κύπριος ιστορικός συγγραφέας Σπύρος Παπαγεωργίου τους αποκαλούν «Δάσκαλε!». Ο χαρακτηρισμός αυτός υπογραμμίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τον ρόλο του ορθόδοξου παπά στα χρόνια της σκλαβιάς, που δυστυχώς για την πολύπαθη ελληνική μεγαλόνησο, ξαναγύρισε και πάλι σε μεγάλο τμήμα του εδάφους της.

                                                      «Κρυφό Σχολειό» και λογοτεχνία

Γύρω από το θέμα του «Κρυφού Σχολειού» πρέπει να αναφερθή ότι ο ποιητής Ι. Πολέμης και ο λογοτέχνης Άλκης Κ. Τροπαιάτης έχουν γράψει λογοτεχνικά έργα και ότι ο σημαντικώτατος Νεοέλληνας ζωγράφος Νικόλαος Γύζης έχει αφιερώσει το έργο του «Το κρυφό σχολειό», όπου ένα μοναχός διδάσκει τα Ελληνόπουλα. Σχετικό είναι και το «Ο μοναχός και το παιδί» του ίδιου ζωγράφου, όπου ο μοναχός κρατά στο χέρι του ένα φλυτζάνι καφέ και εξηγεί κάτι στο παιδί με τ’ ανοιγμένο βιβλίο στο σπίτι όπου βρέθηκε. Στη Μονή Πεντέλης, εξ άλλου, υπάρχει αναπαράσταση του «Κρυφού Σχολειού» στο Μουσείο του Ορθοδόξου Κλήρου και της Ελληνικής Παιδείας των χρόνων της Τουρκοκρατίας.

                                                                  Συμπεράσματα

Από όσα παραπάνω εκθέσαμε προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

1. Τα κοινά σχολειά τα κρατούσαν ανεπίσημα μοναχοί είτε στα φανερά είτε στα κρυφά, όπου οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές. Αυτά ήταν τα «Κρυφά Σχολειά» της περιόδου της δουλείας.

2. Οι μοναχοί δεν ήταν μόνο δάσκαλοι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και ο σύνδεσμος των Κρυπτοχριστιανών με την Εκκλησία.

3. Υπάρχουν πλούσια τοπική παράδοση και πολλές μαρτυρίες τοπωνυμικές και αρχαιολογικές για τα «Κρυφά Σχολειά».

4. Η άρνηση του «Κρυφού Σχολειού» δεν βασίζεται σε τεκμήρια, αλλά σε εικασίες.

5. Η Εκκλησία γενικά είχε στα χέρια της την παιδεία, και την επίσημη και την ανεπίσημη. Στα μοναστήρια βρήκε καταφύγιο ο Ελληνισμός στα χρόνια της σκλαβιάς.

Λόγοι σεβασμού της ιστορικής αλήθειας, αλλά και της φιλολογικής δεοντολογίας επιβάλλουν, για όλα αυτά, σε συλλογικά έργα, όπως η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» να αποφεύγουν τους ατεκμηρίωτους δογματισμούς και να παραθέτουν όλες τις απόψεις.
πηγή  www.oodegr.com

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ


«ΑΠΑΝΤΗΣΗ» ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ
ΤΟΥ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΔΟΜΗΤΕΣ ΤΟΥ 1821

Θέλουν να ξασπρίσουν τις ψυχές μας από καθετί εθνικό...
Προγραμματικός στόχος είναι η κατεδάφιση της γλώσσας και της ιστορίας μας

Λες και το ήξερε... Αυτό που συμβαίνει σήμερα. Την κατεδάφιση, την απαξίωση του μεγάλου ξεσηκωμού του γένους, της Επανάστασης του 1821, του αγώνα για απελευθέρωση από την τουρκική σκλαβιά.
Από τον τάφο απαντά σ' όλους αυτούς τους μηδενιστές ο αξέχαστος και κοσμαγάπητος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Προγραμματικός στόχος είναι η κατεδάφιση της γλώσσας και της ιστορίας μας, τονίζει σε μια από τις σημαντικότερες ομιλίες του ο αείμνηστος ηγέτης της Εκκλησίας μας. Ήταν Δεκέμβρης του 2006 στο Ειδικό Συνέδριο της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς, με αντικείμενο την ελληνική γλώσσα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. «Εκκλησία και γλώσσα στα χρόνια της σκλαβιάς» ήταν το θέμα που είχε αναπτύξει ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος. Και όλα όσα είχε πει είναι εξαιρετικά επίκαιρα και με αδιάσειστα στοιχεία απαντούν σε όσους μέσα από την τηλεοπτική σειρά «1821» επιχειρούν να ισοπεδώσουν τον αγώνα του έθνους και φτάνουν στο σημείο να περιφρονούν τους αγωνιστές του '21. «Και τον ταπεινό παπά που διάβαζε τα παιδιά με το φως του κεριού να διώχνει το σκοτάδι της σκλαβιάς».
Όλους αυτούς ο Χριστόδουλος τους προτρέπει «να ψάξουν τις μαρτυρίες των σκλάβων και όχι τις διαβεβαιώσεις του τυράννου»...
Λόγια που συγκλονίζουν και δεν αφήνουν διέξοδο σ' όλους αυτούς τους σημερινούς μηδενιστές. Διπλά επίκαιρη είναι εκείνη η ομιλία του Χριστόδουλου (που παραθέτουμε στη συνέχεια και την οποία μας έστειλε πολύ αγαπητός φίλος). Στην 190ή επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας φωτίζεται με τεκμήρια που δεν χωρούν αμφισβήτηση όλο το μεγαλείο εκείνου του αγώνα που θέλουν να μειώσουν οι συντελεστές της εκπομπής (και μόνο η χρήση ως τίτλου του «1821» αποτελεί ύβρη που έχει προκαλέσει μεγάλη αναταραχή σ' όλο τον Ελληνισμό) και «να ξασπρίσουν τις ψυχές και τα οστά μας από καθετί το εθνικό», όπως πολύ εύστοχα «διαμηνύει» ο Αρχιεπίσκοπος που λάτρεψε ο απλός Έλληνας...

Η πολύ σημαντική για τις μέρες που ζούμε ομιλία που είχε κάνει ο Μακαριστός Aρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έχει ως εξής:

Θα ήταν ίσως αναμενόμενο, μιλώντας με θέμα «Εκκλησία και γλώσσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας», να αναφερθώ στο Κρυφό Σχολειό, να συνεχίσω δηλαδή μια συζήτηση με αυτούς που αμφισβητούν την ύπαρξή του. Αλλά δεν θα το κάνω. Θεωρώ ότι η συζήτηση επ' αυτού έχει αποσπάσει την προσοχή μας από την πραγματικότητα. Είναι πολλοί πλέον αυτοί οι οποίοι νομίζουν ότι η προσφορά της Εκκλησίας αρχίζει και τελειώνει με το Κρυφό Σχολειό, και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι αμφισβητούντες την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού, απορρίπτουν αυτοδικαίως τον ρόλο της Εκκλησίας στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας και της εθνικής μας ταυτότητας.

Η αμφισβήτηση του Κρυφού Σχολειού δεν είναι βέβαια καινούργια. Αλλά διαπιστώνω ότι η κατεδάφιση της γλώσσας και της ιστορίας μας αποτελεί σήμερα προγραμματικό στόχο μιας ιδεολογίας κατά την οποία η υπεράσπιση της γλώσσας είναι έργο εθνικιστών, και άρα πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκληρές επιθέσεις.

Ειλικρινώς, δεν βρίσκω σκόπιμο να αντιπαραταχθώ με αυτήν την ερημία. Μόνο να λυπηθώ μπορώ, έχοντας στον νου μου τους νέους ανθρώπους που ακολουθούν αυτήν την ιδεολογία. Δεν έχουμε δικαίωμα να απορρίπτουμε αυτούς τους νέους, βλέποντάς τους να θέλουν να σταθούν στα πόδια τους μειώνοντας τους αγώνες εκείνων που στερήθηκαν την οικογένειά τους, την προκοπή τους, τη ζωή τους και την ηρεμία τους, για να μπορούμε σήμερα εμείς και οι νέοι μας να είμαστε ελεύθεροι και να μιλάμε ελληνικά. Δεν είναι σωστό να νιώθουμε καταφρόνια προς όσους περιφρονούν τους αγωνιστές του '21 και μαζί τους τον ταπεινό παπά που διάβαζε τα παιδιά, με το φως του κεριού να διώχνει το σκοτάδι της σκλαβιάς. Έχουμε ευθύνη όχι μόνο προς όσους συμμετέχουν δημιουργικά στη μεγάλη και ζώπυρο παράδοσή μας, αλλά και προς όσους αρνούνται τις αξίες της Ορθοδοξίας, της γλώσσας, της παράδοσης. Αυτή η ευθύνη πρέπει να μας διακατέχει όταν υπερασπίζουμε την πίστη, τη γλώσσα και την υπόσταση του έθνους. Παρακολουθώ με έκπληξη και οδύνη ότι αρνούνται τώρα πια το Κρυφό Σχολειό, με αδιανόητο επιχείρημα ότι δεν υπήρξε νόμος της Οθωμανικής Αρχής που να απαγορεύει τη σύσταση και λειτουργία σχολείων των Ελλήνων.

Σαν να μην έχουμε μάθει, ακόμη, ότι οι Οθωμανοί δεν έστησαν κράτος θεμελιωμένο σε οποιεσδήποτε αξίες και αρχές, αλλά μιαν αυτοκρατορία αυθαιρεσίας, όπου κάθε πασάς και κάθε μπέης είχε το δικαίωμα να αδειάζει πάνω στους Γραικούς όλη τη βρώμα και την κακότητα της ψυχής του. Και συνεπώς, η διδασκαλία ήταν κρυφή από τον τούρκο δυνάστη, όχι όμως οπωσδήποτε παράνομη.

Δεν ήταν ο νόμος αυτό που έκανε το σχολειό κρυφό, αλλά ήταν ο φόβος του τυραννισμένου μπροστά στην αυθαιρεσία και τη μοχθηρία του τυράννου. Ματαίως, λοιπόν, ψάχνουμε για απαγόρευση των σχολείων, ενώ οφείλουμε να θυμόμαστε πάντοτε ότι οι Τούρκοι εφάρμοζαν συστηματικώς πολιτική εξισλαμισμού κι ότι αυτή η πολιτική δεν μπορούσε να υλοποιηθεί όσο υπήρχαν εκκλησίες και σχολεία.

Δεν απαγορεύθηκε με νόμο ούτε η λειτουργία της εκκλησίας, αλλά ο Γραικός πήγαινε στην εκκλησιά του με τον τρόμο να του σφίγγει την καρδιά. Οι Τούρκοι επαίρονται για δήθεν ανεξιθρησκία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και σπεύδουν δικοί μας να χειροκροτήσουν γοητευμένοι. Ο λαός μας όμως δίνει απάντηση στις γελοιότητες περί ανεξιθρησκίας μεσ' από το τραγούδι του:

Μωρή Δεροπολίτισσα,
μωρή καϋμένη.
Αυτού που πας στην εκκλησιά,
ζηλεμένη […]
Για μας μετάνοια κάνε μια:
Να μη μας πάρει η Τουρκιά,
Μη μας γράψουν στη γενιτσαριά.
Και μας παν εις τον κισλά.
Ωσάν τ' αρνιά την Πασχαλιά.

(Όπου κισλάς, βέβαια, είναι ο κισλάρ αγάς, ο επιφορτισμένος με το δημοκρατικό καθήκον να αρπάζει νέους για γενίτσαρους και νέες για τα χαρέμια των διεπομένων από εκσυγχρονιστικές αρχές Τούρκων.)

Ο φόβος πάντως του Γραικού να πάει στην εκκλησιά του είναι ολοφάνερος, και τούτο αποτελεί αποστομωτική απάντηση στους «Ελληνομάστιγες» - ας μου επιτραπεί να επαναλάβω εδώ τον όρο που χρησιμοποιήθηκε στην Τουρκοκρατία για τους λατινοφρονήσαντες Έλληνες.

Δεν θα αντιπαραταχθώ, λοιπόν, με τους κοντοτιέρους της αποδόμησης. Αν θέλουν να ακούσουν την απάντηση στα περί τουρκικής ανεξιθρησκίας και περί ελευθέρων σχολείων, ας ακούσουν τις μαρτυρίες. Ας ψάξουν όμως τις μαρτυρίες των σκλάβων κι όχι τις διαβεβαιώσεις των τυράννων.

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν το σχολειό ήταν κρυφό ή φανερό στους αγάδες, που δεν ενέκριναν τίποτε χωρίς αφόρητες και ταπεινωτικές ανταποδόσεις. Το ζήτημα είναι ότι η Εκκλησία κράτησε μέσα στον νάρθηκα ακοίμητη λαμπάδα τη γλώσσα την ελληνική. Καθώς γράφει ο επιφανής λαρισαίος λόγιος Αλέξανδρος Ελλάδιος το 1714, «ιερείς και μοναχοί ως επί το πλείστον, εκπαίδευαν την νεολαία παρά τοις ναοίς, ή εν τοις οίκοις των». Εκεί, λοιπόν, στην εκκλησιά μάθαιναν τα πρώτα τους γράμματα στα χρόνια της σκλαβιάς τα Ελληνόπουλα. Εκεί γίνονταν Ελληνόπουλα, εκεί οι λέξεις Γραικός, Γραικία και Ρωμιός αντικαταστάθηκαν από τα Έλληνες και Ελλάς. Αυτό, βεβαίως, κακοκαρδίζει σήμερα όλους εκείνους που θέλουν να ξασπρίζουν τις ψυχές και τα οστά μας από καθετί εθνικό. Στα πέτρινα εκείνα χρόνια, ο παπάς μάθαινε τα παιδιά γράμματα με το Ψαλτήρι και το Οκτωήχι. Το Ψαλτήρι είχε μεγάλη απήχηση στην ψυχή του υπόδουλου Έλληνα, διότι «μερικοί από τους Ψαλμούς είχαν αλληγορική σημασία για τους Έλληνες, λες και ήταν επίτηδες γραμμένοι γι' αυτούς», επισημαίνει μεγάλος μας ιστορικός. Γι' αυτό, άλλωστε, μεταφράστηκε στη Δημοτική κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. «Ήταν έκφραση της ψυχής του σκλαβωμένου το Ψαλτήρι, και η υποτιμητική αντιμετώπισή του προσβάλλει τον πόνο και την αγωνία του».

Το Οκτωήχι αντιμετωπίζεται και αυτό με όχι και μικρότερη περιφρόνηση από τους Ελληνομάστιγες. Κι όμως, είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής γραμματείας. Ο συγγραφέας του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι ένας από τους λαμπρότερους ποιητές της ελληνικής γραμματείας.

Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι ο Ιωάννης έγραψε μόνον ένα μέρος του βιβλίου, κι ότι το Οκτωήχι είναι στην πραγματικότητα ποιητική ανθολογία. Και έτσι να έχουν τα πράγματα, το Οκτωήχι δεν είναι καθόλου άξιο περιφρόνησης, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πάντως, «ανήρ ελλογιμώτατος και ουδενός δεύτερος των κατ' αυτόν επί παιδεία λαμψάντων», όπως αναφέρει η περίφημη Σούδα, συγγραφέας εν όλω ή εν μέρει της Οκτωήχου, είναι βαθύτατος γνώστης της αρχαίας ποίησης και φιλοσοφίας. Στο Οκτωήχι περιλαμβάνονται αληθώς υπέροχα ποιήματά του σε ιαμβικό τρίμετρο, ένα μέτρο που ακούγεται στην ελληνική γη ήδη από τα χρόνια της αρχαίας τραγωδίας. Το έργο του «Πηγή Γνώσεως» αρχίζει με εισαγωγή στη φιλοσοφία, γνωστή ως «Διαλεκτικά», του οποίου πρώτος κανών είναι η περίφημη φράση «Ουδέν της γνώσεως εστί τιμιώτερον». Παροτρύνει δε ενθέρμως τους αναγνώστες μαθητές: «Ζητήσωμεν, ερευνήσωμεν, ανακρίνωμεν, ερωτήσωμεν». Αυτά αρκούν για να θυμηθούμε το μέγεθος του Ιωάννη Δαμασκηνού. Θεωρώ ότι πρέπει να σε μαστιγώνει υπερφίαλος αγραμματοσύνη για να αντιπαρέρχεσαι αλαζονικώς το έργο ενός τόσου μεγάλου ποιητού και στοχαστού, και να νομίζεις ότι μαθαίνοντας τα Ελληνόπουλα από τα πρώτα τους γράμματα το έργο του, μάθαιναν άχρηστα και ευτελή «κολλυβογράμματα». Διδάσκοντας το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι, η Εκκλησία δίδασκε τα παιδιά μια γλώσσα που δεν μιλούσαν σπίτι τους, με την οικογένεια τους και τους γειτόνους τους.

Δίδασκε μια γλώσσα πάνω από τις διαλέκτους. Αν χρησιμοποιούσε κείμενα στη διάλεκτο κάθε περιοχής, σύντομα θα έσπαγε η ραχοκοκαλιά του έθνους, και οι Κρήτες δεν θα ένιωθαν καμιά συγγένεια με τους Μακεδόνες, κι ούτε οι Ηπειρώτες με τους Ζακύνθιους.

Αν η Εκκλησία δεν κρατούσε την ενότητα της γλώσσας, σύντομα οι Έλληνες θα απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλον, και η γλώσσα θα γινόταν φορέας της διάσπασής μας. Θα μεταφέρω αυτούσιο ένα παράθεμα από τη «Βαβυλωνία» του Δημ. Βυζάντιου, όπου ο αστυνόμος λέει: «Κι απού μέσα απ' όνα λαβύριντο τέτοιο, τι διάολο να μπορέση να περσουαδεριστή κανείς; Που δεν καταλαβαίνει πρώτ' απ' ούλα τσι γλώσσες τους», θα λέγαμε κι εμείς, ως ο αστυνόμος εκείνος στη θεατρική «Βαβυλωνία».

Λένε πολλοί ότι με την επιμονή της να διδάσκει μια γλώσσα ως την αληθινή ελληνική, η Εκκλησία έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία γλωσσικού προβλήματος. Αλλά δεν βρίσκω λογικό αυτό το επιχείρημα. Στην αρχαιότητα ήδη υπάρχει πρόβλημα.

Οι διάλεκτοι λειτουργούσαν ως φορείς διάσπασης των Ελλήνων, αλλά ήταν η παιδεία αυτή που κρατούσε την ενότητά τους. Η παιδεία τους ήταν ο Όμηρος, δηλαδή ένας ποιητής με κείμενο σε γλώσσα που δεν χρησιμοποιούσε κανείς αρχαίος στο σπίτι και την πόλη του, που όμως τους δίδασκε τη θρησκεία τους και τις αρετές τις οποίες έπρεπε να έχουν.

Ακριβώς στους Ελληνιστικούς χρόνους, που επικρατούσε η Κοινή, οι έλληνες λόγιοι επέμεναν στο αττικίζειν, σε πλήρη αντίθεση με την καθημερινή γλώσσα. Είχαμε δηλαδή συνέχεια του φαινομένου της λογίας γλώσσας. Ήδη, στις αρχές του βυζαντινού κόσμου, οι έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας στήριξαν τη λογία γλώσσα, ανθιστάμενοι στις πιέσεις της καθημερινής λαϊκής γλώσσας, της «δημοτικής λεκτικής», όπως την έλεγαν. Ακόμη και στα κηρύγματά τους, στην άμεση δηλαδή επικοινωνία τους με τον λαό, προσπαθούσαν να στηρίξουν τη λογία γλώσσα. Οι Φράγκοι, αντίθετα, σε όποιο μέρος της Ελλάδος επεκράτησαν, ενίσχυσαν τις διαλέκτους, δίνοντας έτσι ώθηση στις φυγόκεντρες δυνάμεις του Ελληνισμού. Η Εκκλησία αντιτάχθηκε επιμένοντας με αγωνιστικό φρόνημα στη διδασκαλία της λογίας γλώσσας. Ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος, ο σημαντικότερος λόγιος του 16ου αιώνα, έδωσε έναν αγώνα για τη γλώσσα που θα πρέπει πάντοτε να τιμάται. Δεν γεννήθηκε λοιπόν στην Τουρκοκρατία το γλωσσικό πρόβλημα κι ούτε βέβαια μαρτυρεί οπισθοδρομική τάση της Εκκλησίας. Το αντίθετο, αποδείχνει τη μέριμνά της για την ενότητα του γένους και την πεποίθησή της ότι το γένος θα επιβιώσει μόνον με την πίστη και τη γλώσσα του.

Ο αγώνας όμως για να μάθουν τη γλώσσα τους τα Ελληνόπουλα δεν ήταν εύκολος. Τα μοναστήρια οι Τούρκοι τα παρέδιναν συχνά στις «ανεξίθρησκες» φλόγες. Δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένα παλιό μοναστήρι που να μην το έκαψαν οι Τούρκοι και, πλέον τούτου, μετρώνται στα δάχτυλα τα μοναστήρια που κάηκαν μόνο μία φορά. Οι εκκλησίες, όσες εν πάση περιπτώσει δεν τις μόλυναν κάνοντάς τες τζαμιά, ήταν καταδικασμένες από τη νεοθαυμαζομένη ανεξιθρησκία στην ερήμωση, αφού δεν επιτρεπόταν η αποκατάστασή τους, αν κάτι χρειαζόταν επισκευή.

Η διαταγή του σουλτάνου είναι σαφέστατη: «έστω γνωστόν ότι […] ανέγερσις εις τινα πόλιν ή χωρίον νέων εκκλησιών ή μονών ανηκουσών εις τους απίστους απαγορεύεται απολύτως, και ότι μόνον η επιδιόρθωσις και η επισκευή των ήδη υπαρχουσών παλαιών επιτρέπεται, και αυτή κατόπιν αδείας χορηγούμενης υπό του υψηλού χαλιφάτου Μου». Όσο μπορούσαν, μοναχοί και ιερείς παρέβαιναν τη διαταγή του σουλτάνου, διαφορετικά, στους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς δεν θα είχεν απομείνει λίθος επί λίθου, έστω και μόνον λόγω του χρόνου. Για να παρακάμψουν την απαγόρευση, όμως, έπρεπε να δωροδοκήσουν σειρά αξιωματούχων της διαβόητου αυτοκρατορίας, και πολλές φορές εξαναγκάζονταν να καταφεύγουν σε τοκογλύφους. Οι μοναχοί και οι ιερείς ήταν συχνά θύματα καταπιέσεων, βασανισμών, δολοφονιών και εκτελέσεων ακόμη, έτσι ώστε περιοχές ολόκληρες έμεναν χωρίς παπά. Για παράδειγμα: «Εν τοις μέρεσι της Αιτωλίας», γράφει σε επιστολή του ο μοναχός Ευγένιος Γιαννούλης τον 17ο αιώνα, «και επί πάσι σχεδόν τοις πέριξ εκείνης κλίμασιν εξέλιπε προ πολλών ήδη χρόνων άπαν καλόν, μεθ' ο η των πεζών γραμμάτων γνώσις, η τροφή των λογικών ψυχών, η δυναμένη σοφίζειν εις σωτηρίαν τον άνθρωπον, και ούτω συνέβη τους εκείσε πάντας αναλφαβήτους γενέσθαι και άγαν τρισβαρβάρους, […] σπάνιον τα χρήμα ο ιερεύς εκεί». Σημειώστε τον τρόπο με τον οποίο ομιλεί για τη μόρφωση ο Ευγένιος, αλλά και το δεδομένο που έχει: δεν υπάρχει παπάς, άρα δεν υπάρχουν γράμματα.

Αλλά η Εκκλησία δεν ένιωσε ποτέ ότι εξάντλησε το καθήκον της μαθαίνοντας τα πρώτα γράμματα στα παιδιά. Ενίσχυε κάθε πρωτοβουλία ομογενών για την ίδρυση ανωτέρων σχολών, «Ο έρως της παιδείας ανάκτει επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα […], τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πλήθυναν και βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των […]. Το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει, και η κοινή Μήτηρ, η Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σαφώς των τέκνων της τα έργα».

Δεν αγωνιούσαν, δεν ενδιεφέρθησαν ποτέ για αναγνώριση οι αξιοθαύμαστοι κληρικοί μας. Ευλογημένες υπάρξεις, έκαναν το έργο τους, έχτιζαν συνειδήσεις, κρατούσαν όρθιο τον κορμό του Ελληνισμού, ακόμη και όταν οι ίδιοι γονάτιζαν και έπεφταν από τα χτυπήματα και τα βασανιστήρια.

Την προσφορά της Εκκλησίας την ομολογούν πρόσωπα από όλο το φάσμα της πνευματικής ζωής. Η στρατιά των ανθρώπων που τίμησαν την προσφορά του κλήρου είναι εξαιρετικά μεγάλη. Εξέχουσα φυσιογνωμία των Γραμμάτων μας την κρίσιμη εποχή του 18ου αιώνος, ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, γράφει στον «Λόγιο Ερμή», το έντυπο που στήριξε στα χρόνια της σκλαβιάς τα ελληνικά Γράμματα και τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, τούτα τα βαρυσήμαντα λόγια: «Άλλο δεν ημπορούμεν να πράξωμεν ίνα πολιτισθώμεν, όσον το δυνατόν, παρά τα δύο ταύτα να επιμεληθώμεν, τον ιερό άμβωνα και πολύ περισσότερο τα σχολεία». Ο εκ των ηγετικών μορφών του Διαφωτισμού Δημ. Καταρτζής παρατηρεί: «Ο λόγιος είναι κατά κανόνα δάσκαλος και ο δάσκαλος είναι κατά κανόνα κληρικός». Ο προεξάρχων του ελληνικού Διαφωτισμού Άνθιμος Γαζής δηλώνει: «Τη αληθεία, τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι ιερείς φιλοσοφήσωσιν ή οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν». Και θα προσθέσει ένας σύγχρονός μας ερευνητής της ιστορίας της παιδείας: «Στο σύνολό τους σχεδόν, οι μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους, που επωμίσθηκαν τον φωτισμό του έθνους, ήταν κληρικοί». Μιλώντας για τον ρόλο της Εκκλησίας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας στην Εθνοσυνέλευση του 1864, ο σοφός Νικόλαος Σαρίπολος τόνισε με έμφαση: «Εσώθημεν διά της Εκκλησίας!»

Εύχομαι η φράση αυτή του Νικολάου Σαριπόλου να μένει φως στα βήματα του Γένους μας, και να πορεύεται και ο σημερινός νέος, μαζί με τον παπά του, στα μονοπάτια του μέλλοντος του
Πηγή: http://www.paron.gr/v3/new.php?id=65543&colid=&catid=26&dt=2011-03-27%200:0:0&page=2&mode=1&page=3&mode=1&page=4&mode=1&page=1&mode=1

ΤΙ ΛΕΝΕ 4 ΔΙΑΠΡΕΠΕΙΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ


Το ελληνικό έθνος γέννησε την Επανάσταση ή
η Επανάσταση το ελληνικό έθνος;

Επιμέλεια: Μάριου Ροζάκου

Όλο το αφιέρωμα της εφημερίδας «Τύπος της Κυριακής»,
Σάββατο 26 – Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Η Επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ' όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεων των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτο έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ' ως σκλάβους».
Με τα λόγια αυτά, όπως τα αποτύπωσε ο Γεώργιος Τερτσέτης (Άπαντα, τόμος Γ', σελ. 149-150), ο «Γέρος του Μοριά» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έδινε το στίγμα του εθνικού χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. Σήμερα, 190 χρόνια μετά, μια ζωηρή δημόσια συζήτηση γύρω από το κορυφαίο αυτό γεγονός της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Ένα από τα πολλά θέματα που έχουν ανακινηθεί είναι και η διαδικασία διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους, με κορύφωση την Επανάσταση του 1821.
Ο Τύπος της Κυριακής επιχειρεί στις σελίδες που ακολουθούν να προσεγγίσει το παραπάνω ζήτημα, με τη βοήθεια τεσσάρων διακεκριμένων ιστορικών. Μέσα από τα κείμενα τους αναδεικνύεται η μακραίωνη, σύνθετη διεργασία που οδήγησε στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και, εντέλει, στη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, ενώ εξετάζονται διεξοδικά η συμβολή και ο ρόλος ποικίλων ιστορικών συνθηκών και παραγόντων.
                                                                            ***

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

«Ως μια βροχή έπεσε εις όλους η επιθυμία της ελευθερίας μας»

«ΟΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ να κάμαμε την Επανάσταση, δεν συλλογισθηκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα", αλλά ως μια βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

***

Η παρακαταθήκη των Ηρώων μας
του Κωνσταντίνου Μπορδόκα

***

«Εις τον τόπον τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες»
Θ. Κολοκοτρώνης

***

«Ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι' εμένα να γράψω,
ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και κι' αμαθείς,
και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί
και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι»
Στρατηγός Μακρυγιάννης

***

Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τα αίτια της Επανάστασης του 1821. Ιστορικοί, δημοσιογράφοι και ερευνητές διεξάγουν ένα γόνιμο διάλογο διερευνώντας τα αίτια και τις αφορμές, τους στόχους και τις επιδιώξεις του αγώνα που οδήγησε στην απελευθέρωση της χώρας. Νομίζουμε ότι θα ήταν σωστό, εκτός από τους παραπάνω, ο λόγος να δοθεί και στους πρωταγωνιστές, ώστε να μας μεταφέρουν τι ήταν εκείνο που τους οδήγησε να αλλάξουν τη ροή της Ιστορίας. Εκεί, διαπιστώνουμε ότι οι ήρωες του Αγώνα όχι μόνο είχαν τη βεβαιότητα της συνέχειας του ελληνικού έθνους, αλλά και, γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες της χώρας, προβληματίζονταν για το μέλλον της, κάτι που απουσιάζει από τους σημερινούς πολιτικούς.

Οι ήρωες του 1821 αξιοποίησαν την ανεξάντλητη δεξαμενή της αρχαιότητας με όλους τους τρόπους. Επικαλούμενοι τους αρχαίους προγόνους πριν από τις μάχες, όπου έδιναν στα καράβια ονόματα όπως «Αριστείδης», «Θεμιστοκλής», «Μιλτιάδης», «Άρης», «Αφροδίτη», κατά τη διάρκεια τους, με τον Νικηταρά στα Δολιανά να φωνάζει στους Τούρκους: «Σταθείτε, Πέρσες, να πολεμήσουμε», αλλά και αποδίδοντας τους τιμές μετά τις νίκες, όπως ο στρατηγός Μακρυγιάννης: «Πάμε να ιδούμε τους Έλληνες εις το μέρος όπου κατοικούνε, να βρούμε το γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμε τις χαροποιές ειδήσεις ότι αναστήθηκαν οι απόγονοι τους».

Οι αμόρφωτοι -αλλά όχι απαίδευτοι- επαναστάτες δεν είχαν αμφιβολία περί της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, τονίζοντας το σε κάθε ευκαιρία, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην ομιλία του σε μαθητές το 1838 στην Πνύκα: «Εις τον τόπον τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Ελληνες, από τους οποίους και εμείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο». Και συνέχιζε ο κορυφαίος αγωνιστής: «Εις τον τόπο ετούτο όπου εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημιουργούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φτάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλην δόξα των προπατόρων μας». Στη θέα αγοραπωλησίας αρχαιοτήτων, ο Μακρυγιάννης εξοργίζεται, λέγοντας ότι δεν πολέμησαν μόνο για την ελευθερία των ίδιων και εκείνων που ακολουθούν, αλλά και για το σεβασμό όσων προηγήθηκαν: «Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Αργός θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίοι· χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε».

«Μεγάλη απελπισία...»

Κορυφαία ένδειξη αυτοθυσίας για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μας αποτελεί η μάχη της Ακρόπολης, όπου οι επαναστάτες, βλέποντας τους Τούρκους να φθείρουν το ιστορικό μνημείο για να γεμίσουν τα όπλα τους, προμηθεύουν τους αντιπάλους τους μολύβι, με προϋπόθεση τη διάσωση του ιερού . χώρου. Το συγκλονιστικό περιστατικό αναφέρει ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης σε επιστολή του προς τον Ανδρέα Λασκαράτο το 1 858: «Τέτοια απόκριση επροξένησε μεγάλη απελπισία εις τους Έλληνας και αφού εστοχάστηκαν τι να κάνουν δια να σώσουν από τον όλεθρο τα μνημεία του μεγαλείου των, όλοι με μια φωνή αποφάσισαν να μηνύσουν εις τους αποκλεισμένους να πάψουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο δια την υπεράσπιση τους. Ούτω και εγένετο. Έτρεξαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες, εξαγόρασαν με το αίμα τους, δίδοντες εις τους εχθρούς βόλια δια να τους σκοτώσουν, τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα τα οποία ήταν προορισμένα να ζήσουν δια να ιδούν και πάλιν αναστημένον ολόγυρα τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνας εφαίνετο βυθισμένο εις λήθαργο». Το μήνυμα των αγωνιστών δεν ολοκληρώνεται με την εδαφική απελευθέρωση τμήματος της χώρας, αλλά συνεχίζεται με τη συμβολή τους στην οριοθέτηση των προσωπικών ευθυνών του καθενός μας απέναντι σε αυτήν. Προτού ακόμα κριθεί η έκβαση του αγώνα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τονίζει το 1825 στον Παπαφλέσσα ότι είναι ευκολότερη η επικράτηση επί των Τούρκων, παρά επί του κακού εαυτού μας: «Δεν θέλουμε να εννοήσουμε ότι τίποτα δεν κάναμε νικήσαντες τους Τούρκους, αν δεν νικήσουμε, και σύντομα μάλιστα, τα πάθη μας. Η διχόνοια, να ο μεγάλος εχθρός. Αυτή ξεθεμελιώνει σπίτια, ρημάζει λαούς και βασίλεια. Αυτή θα μας φάει».

«Είμαστε εις στο εμείς»

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης ολοκληρώνει τα απομνημονεύματα του δίνοντας έναν αξεπέραστο και διαχρονικό ορισμό του πατριωτισμού: «ΚΓ αφού ο Θεός θέλησε να κόμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι' εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χειρότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ενα πράμα μόνον με παρακίνησε κι' εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι' αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομε να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι' όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός "εγώ", ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς "εγώ"; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη "εγώ"· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε εις στο "εμείς" κι' όχι εις στο "εγώ". Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωρίον, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν' αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκείαν τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: "Εχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες" - αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμο και να έχουν την επιρροή για ικανότη».

Θα τελειώσουμε με τις συμβουλές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς τους μαθητές της εποχής, όπου με την απλότητα και μεστότητα των λόγων του θα μπορούσε να διδάσκεται στα σημερινά σχολεία: «Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τα σπουδάς σας και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον, δύο και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους, πέντε χρόνους τη νεότητα σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθήτε εις τα γράμματα σας»,

***

Χωρίς προΰπαρξη έθνους επανάσταση δεν γίνεται
του Σαράντου Ι. Καργάκου

Ένα «ΕΑΜΙΚΟ» τραγούδι, αναφερόμενο στην «έρμη πατρίδα», έλεγε το περίφημο: «Βαριά θλιμμένη προδομένη, από δειλούς προδότες γιους σου». Η Ελλάς, στα 190 χρόνια που υφίσταται ως κράτος, προδόθηκε και πληγώθηκε πολλές φορές. Όχι μόνο από φίλους και συμμάχους, αλλά και από τα ίδια τα παιδιά της. Δυστυχώς, ο Εφιαλτισμός και ο Νενεκισμός είναι μέσα στα γονίδια μας. Ομοίως κι ο ταγματασφαλιτισμός.

ΚΑΠΟΙΟΙ ιστορικοί -προγενέστεροι εμού- ονόμασαν την Επανάσταση του 1821 «προδομένη Επανάσταση». Αλλά η Επανάσταση -παρά την ύπαρξη και τότε πολλών προδοτών- προδίδεται στον παρόντα καιρό. Αρχικά ασπμαντοποιήθηκε η διδασκαλία της στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Ακολούθως ήλθε η σκύλευση και σήμερα καταφθάνει η γελοιοποίηση. Δεν θα μιλήσω για ασέβεια. Διότι «οι κατ' ουρανόν πτύοντες τα εαυτών πρόσωπα πτύουσι».

ΣΕ ΛΙΓΟ θα μας πουν ότι δεν υπήρξε καν Επανάσταση· ήταν ένα απλό «ανεμογκάστρι». Γιατί απλούστατα δεν υπήρχε έθνος που να την κάνει. Κι ότι αυτοί που ονομάστηκαν Ελληνες ήταν ένα «φύραμα» ανθρώπων που έλαβε την ονομασία αυτή από «νονούς» του εξωτερικού. Συνεπώς, αυτό που μορφοποιήθηκε σε κράτος την 1η Ιανουαρίου 1822 με το Σύνταγμα της Επιδαύρου ήταν «βαφτιστικός» του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, δηλαδή καρπός μιας υπέρμετρης λατρείας προς την αρχαία Ελλάδα. Έχει, άλλωστε, λεχθεί ότι η Επανάσταση μας ήταν ένα είδος «θυγατρικής εταιρίας» της Γαλλικής Επαναστάσεως.

ΔΕΝ θα αμφισβητήσω τις ξενικές επιρροές. Αλλά, αν δεν υπήρχε η ενθαδική μαγιά, δεν θα γινόταν ποτέ ο επαναστατικός άρτος. Ακούγεται συχνά ότι οι τότε επαναστατημένοι έμαθαν τη λέξη Έλλην - Έλληνες μετά. Δηλαδή, πρώτα έγιναν κράτος και μετά Έλληνες. Όταν η σοφιστική υποκαθιστά την επιστήμη, μπορείς να αποδείξεις οτιδήποτε. Για παράδειγμα, μπορείς να αποδείξεις -και μάλιστα βάσει μαρτυριών- ότι ο Γκέμπελς δεν αυτοκτόνησε, αλλά ότι ζει και αυτός μας οδηγεί.

ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ σοβαροί. Χωρίς την προΰπαρξη έθνους, καμιά Επανάσταση δεν θα γινόταν. Για να επαναστατήσεις πρέπει να υπάρχεις ως σύνολο με βαθιές καταβολές αυτοσυνειδησίας. Από το τίποτε δεν παράγεται τίποτε. Παράδειγμα, η παρούσα πολιτική και πνευματική μας ανυπαρξία. Ο αρχαίος φιλόσοφος Ξενοφάνης έχει δια τυπώσει μια αρχή που είναι κανόνας στη Φυσική και την ανθρώπινη ζωή: «Ουδ' αν το μη ον ποιήσαι τι ούτε υπό του μη όντος γένοιτ' αν τι». Τη φράση αυτή διεθνοποίησε ο Ρωμαίος σατιρικός ποιητής του Α' μ.Χ. αιώνος Πέρσιος, με τη δική του απόδοση: «Ex nixilo nihil» (Εκ του μηδενός παράγεται μηδέν). Πώς, λοιπόν, αν η εθνική υπόσταση του επαναστατημένου λαού ήταν μηδενική, θα μπορούσε να προκύψει εθνικό κράτος; Το γεγονός ότι στον παρόντα καιρό επιδέξια μηδενικά επιπλέουν και κυριαρχούν είναι ίσως το μόνο ισχυρό αντεπιχείρημα.

ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ απέκτησα την ικανότητα να βλέπω όχι το παρελθόν αλλ' ίσως καλύτερα το παρόν και το μέλλον. Αυτή την πολιτική της εθνοκτονίας την είχα καταγγείλει συχνά με τα άρθρα μου στον Ελεύθερο Τύπο σε παλαιότερη εποχή. Θα μπορούσα σήμερα τα λεγόμενα για το 1821 να τα θεωρήσω αποκυήματα νοσηρής φαντασίας ή τεχνουργήματα μιας ηροστράτειας δοξομανίας ή λοξομανίας. Όχι, πρόκειται για μια ευρύτερη συνωμοσία, που σκοπεί στην υπονόμευση των πνευματικών και ηθικών θεμελίων του ελληνικού λαού. Πρόκειται για μια πολιτική που «πλασάρισε» ο μισέλληνας Άγγλος πολιτικός λόρδος Λοντόντερι διαρκούντος του Αγώνος: «Η Ελλάς πρέπει να καταστεί όσο γίνεται λιγότερο επικίνδυνη, ο δε λαός της να γίνει μικρόψυχος, όπως τα έθνη του Ινδοστάν». Προφανώς, για να είναι ευκολοκυβέρνητος.

Ο ΛΑΟΣ όμως αυτός δεν έγινε ευκολοκυβέρνητος παρά τα 400 και πλέον χρόνια δουλείας. Τη μαρτυρία για τον πόθο του προς εθνική αποκατάσταση από τα πρώτα χρόνια της δουλείας παρέχει ο Τούρκος ιστορικός Αχμέτ Δζεβδέτ μπέης με τα ακόλουθα: «Η προς επανάστασιν ροπή των Ελλήνων είναι υπόθεσις παλαιά. Όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ Β' ο Πορθητής εκυρίευσε την Πάλιν, ήτο φυσικόν ότι εις τας καρδίας των ηττηθέντων και υποταγέντων Ελλήνων έμεινεν ο προς επανάκτησιν της ανεξαρτησίας και της κρατικής εξουσίας πόθος».

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΕΣ ισχύει το αρχαίο λεχθέν: «Πενθείν ου χρη· Νέμεσις γαρ»…

***

Ψευδής ιστορικά η ιδέα της επινόησης του «Έθνους»,
επιδιώκει σκοπούς πολιτικούς
του Γιώργου Κοντογιώργη
Καθηγητή και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ της Επανάστασης θα ήταν αρκετό, για οποιαδήποτε άλλη χώρα, ως απάντηση στο ερώτημα αν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από την Επανάσταση. Στη χώρα μας, ωστόσο, το διάβημα αυτό, από μόνο του, δεν αρκεί, ούτε και η αλυσίδα των εξεγέρσεων που προηγήθηκαν. Δεν αρνούνται, προφανώς, οι νεωτερικοί κρατικοί διανοούμενοι τον επαναστατικό χαρακτήρα των «γηγενών» πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. Ισχυρίζονται όμως ότι η πρόθεση τους δεν ήταν εθνική.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η άρνηση του εθνικού χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης δεν εδράζεται σε πραγματολογικά δεδομένα -όπως θα ήταν για παράδειγμα π δήλωση των επαναστατημένων πληθυσμών ή των ηγητόρων τους ότι εξεγέρθηκαν ενδεχομένως για κοινωνικούς ή για θρησκευτικούς λόγους-, αλλά στην ασυμβατότητα του φαινομένου με τον δυτικοευρωπαϊκό κανόνα. Αφού εκεί, στη δυτική Ευρώπη, δεν σημειώνονται ουσιαστικά εθνικές παρά μόνο κοινωνικές επαναστάσεις και, μάλιστα, το έθνος δημιουργήθηκε από το κράτος και αποτελεί γι' αυτήν -για την Εσπερία- νεότερο δημιούργημα, δεν μπορεί να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Άρα δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το ελληνικό εθνικό κράτος και, κατ' επέκταση, η επανάσταση δεν ήταν εθνική.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ με τη νεωτερική κρατική διανόηση είναι ότι τους διαψεύδει το πραγματολογικό υλικό. Οι διακηρύξεις εν όψει της Επανάστασης είναι σαφείς, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι πρόθεση των συντακτών τους είναι η εθνική απελευθέρωση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις πηγές της ίδιας της Επανάστασης, όπου όλοι οι συντελεστές της δηλώνουν ότι σκοπός τους ήταν η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Θα προσθέσω, επίσης, ότι οι πηγές για το έθνος και την εθνική απελευθέρωση είναι άπειρες, σαφείς και αδιάπτωτες καθ' όλη την ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού και, συγκεκριμένα, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ώστε να μην αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Υπό το ίδιο πρίσμα, δε, δηλαδή ως εθνική, αντιμετώπισαν την Ελληνική Επανάσταση και οι Ευρωπαίοι συγκαιρινοί της.

Οι πηγές αυτές έχουν δημοσιευθεί, είναι προσιτές επομένως σε κάθε ερευνητή.

Να υποθέσουμε ότι τις αγνοούν; Είναι πολύ πιθανό. Όμως, το πιθανότερο είναι ότι η παράκαμψη των πηγών είναι εσκεμμένη. Διότι, όσο και αν φαίνεται παράξενο, ο λόγος για το έθνος και τον εθνικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης δεν αφορά την Ιστορία, αλλά ζωτικά ζητήματα του σήμερα. Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά την ανάγκη να νομιμοποιηθούν το ασύμβατο του «προ-πολιτειακού» χαρακτήρα του νεότερου κράτους με την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, η δυτική ηγεμονία στον κόσμο, που συνεπάγεται το ομόλογο δόγμα της «δυτικής» υπεροχής, έναντι όχι μόνο του παρόντος, αλλά και του «προ-νεοτερικού» παρελθόντος, και κατ' αυτάς το διατακτικό της νέας τάξης, που απαιτεί την απομείωση των εθνικών συλλογικοτήτων, προκειμένου να αναπτυχθεί ακώλυτα η πολιτική κυριαρχία των αγορών. Αυτό που τρομάζει την κρατική διανόηση είναι π προοπτική της εισόδου της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτεία.

ΕΞ ΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΝΗΣΗ του εθνικού χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης ακολουθείται και από άλλες ιδεολογικά σημασμένες επιλογές της κρατικής διανόησης, όπως η ιστόρηση του Ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του κράτους και όχι των κοινωνιών του, η ταξινόμηση του ως προσαρτήματος της δυτικής εξέλιξης, κατά την εικόνα του προβληματικού ελληνικού κράτους, η ενοχοποίηση της κοινωνίας και του παρελθόντος της (της Τουρκοκρατίας κ.λπ.) για τις δυσμορφίες του κράτους και τη μη ανταποκρισιμότητά του στην εθνική και κοινωνική προσδοκία και πολλά άλλα.

ΩΣΤΕ, το επιχείρημα για την ύπαρξη ελληνικού έθνους πριν από το κράτος-έθνος και, μάλιστα, πριν από τη νεωτερικότητα, εδράζεται σε ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: ότι ο ελληνικός κόσμος ήταν ο μόνος που συγκέντρωνε ιστορικά τις προϋποθέσεις γι' αυτό. Ήταν κοινωνία εν ελευθερία, διέθετε δηλαδή τπ θεμέλια βάση πάνω στην οποία οικοδομείται υποχρεωτικά η (ατομική και συλλογική) ταυτότητα. Στον αντίποδα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες απέκτησαν συλλογική (εθνική) ταυτότητα κατά τους νεότερους χρόνους, διότι προηγουμένως ήταν φεουδαλικές. Με άλλα λόγια, επινόηση αποτελεί η ιδέα περί της μη ύπαρξης του ελληνικού έθνους πριν από το κράτος-έθνος και, μάλιστα, πριν από τπ νεωτερικότητα, και όχι το ελληνικό έθνος καθαυτό.

ΠΕΡΙΤΤΕΥΕΙ να πω, βέβαια, ότι η ιδέα της επινόησης είναι ψευδής ιστορικά ακόμη και για τις χώρες της Εσπερίας. Επιδιώκει σκοπούς πολιτικούς, ανάλογους με εκείνους που επιδίωκε ο κλασικός εθνικισμός. Εγγράφεται στην υπηρεσία του εθνικισμού των ηγεμόνων της νεωτερικότητας, ενώ από πολιτειακή άποψη είναι παραδειγματικά ολιγαρχική.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ακριβώς αυτή των δύο εθνικισμών συντελεί ώστε οι «εσωτερικοί» φορείς του εθνικισμού της νεωτερικότητας να μη διστάζουν να υιοθετήσουν τον εθνικισμό γειτόνων εναντίον της χώρας, προκειμένου, όπως αφήνουν να εννοηθεί, να αντιμετωπίσουν τον συχνά νομιζόμενο «ελληνικό» εθνικισμό.

***

Από το Γένος στο Έθνος
της Νάση Μπαλτά
Ιστορικού της Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Επανάσταση του 1 821, μια εθνική επανάσταση που οδηγεί στην ίδρυση ενός από τα πρώτα εθνικά κράτη της Ευρώπης, κορυφαίο γεγονός για την ελληνική αλλά και για την ευρωπαϊκή Ιστορία, είναι, όπως και όλη η μακρά και σύνθετη ιστορική διαδικασία της διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, χαρακτηριστικό και λαμπρό τέκνο της νεωτερικότητας.

ΑΠΟ ΤΟ ΜΙΛΕΤΙ των Ρωμαίων, των χριστιανών ραγιάδων, ως το έθνος των Ελλήνων που επαναστατεί διεκδικώντας την ελευθερία του και την εθνική αποκατάσταση του με την ίδρυση του δικού του εθνικού κράτους, η διαδρομή είναι μακραίωνη, διατρέχει ένα σύνολο πολύπλοκων και σύνθετων ιστορικών διεργασιών και ασφαλώς δεν πρόκειται για κάποια ευθύγραμμη πορεία.

ΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ έθνος δεν είναι μια υπερβατική, μεταφυσική οντότητα εκτός τόπου και χρόνου και η προεπαναστατική νεοελληνική κοινωνία δεν είναι ενιαία, ομοιογενής και ακινητοποιημένη μέσα στο χρόνο. Διαφοροποιείται ανάλογα με τις περιοχές, τις περιόδους, τις κοινωνικές ομάδες, τις οικονομικές δραστηριότητες, τους πνευματικούς προσανατολισμούς και αναζητήσεις και αναπτύσσει μια διαφορετική κάθε φορά δυναμική ανάλογα με τις συγκυρίες και τις ανάγκες.

ΣΕ ΑΥΤΗΝ την κοινωνία ανήκουν ο κόσμος των φαναριώτικων ηγεμονιών και των Επτανήσων, ο δυναμικός Ελληνισμός των παροικιών της Δύσης και της ανατολικής Μεσογείου με τους εμπόρους, τους λογίους και τους λογίους-εμπόρους, οι δάσκαλοι, η επίσημη Εκκλησία, ο κατώτερος κλήρος, οι προεστοί (που κι αυτοί δεν αποτελούν μια ενιαία κατηγορία), οι καραβοκύρηδες των νησιών, οι αρματολοί και οι κλέφτες, οι Σουλιώτες, οι ναυτικοί, οι γεωργοί και ορεσίβιοι του Μοριά και της Ρούμελης, η ανομοιογένεια και η πολυμορφία ως προς τους όρους και τρόπους ζωής, οι θεσμοί και οι τρόποι οργάνωσης, οι διάλεκτοι και οι ντοπιολαλιές, τα αντικρουόμενα συμφέροντα, οι διαμάχες, οι διαφορετικές πνευματικές και ιδεολογικές ανησυχίες.

ΣΤΗ ΔΙΑΚΡΙΤΗ ήδη από νωρίς χριστιανική ταυτότητα του νέου Ελληνισμού και σε ό,τι απορρέει από την παράδοση του Γένους, βασικά και συνεκτικά στοιχεία της νεοελληνικής συνείδησης, η νεωτερικότητα κομίζει στη δυναμική των συνειδήσεων και των καιρών εκείνα τα στοιχεία που θα συμβάλουν καθοριστικά και θα οδηγήσουν εν τέλει στην εθνική συνειδητοποίηση: την αναγωγή στην αρχαιότητα, τις ριζοτόμες ιδέες και τα φιλελεύθερα προτάγματα της Δύσης.

ΡΩΜΗΟΙ, Γραικοί και Έλληνες, Γραικία και Ελλάς: «Η των ονομάτων επίσκεψις» αποκαλύπτει την πορεία της νεοελληνικής συνείδησης προς την εθνική αυτοσυνειδησία και αφύπνιση.

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ των εννοιών, όχι μόνο το νόημα αλλά και η συναισθηματική τους φόρτιση, δεν είναι το ίδιο στη μακρά πορεία του ιστορικού χρόνου. Άλλο είναι π.χ. το «Γένος» το 16ο αιώνα, άλλο 100 ή 200 χρόνια αργότερα, όταν ενίοτε η χρήση του στα κείμενα είναι επάλληλη με εκείνη του έθνους.

ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟ «Γένος» του Ρήγα έως το «Ελληνικόν Γένος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», που σχεδιάζει τον ελεύθερο πολιτικό βίο του με αυτοπεποίθηση και με βάση τους νόμους και τις φιλελεύθερες ιδέες -στοιχεία δηλαδή κατεξοχήν νεωτερικά- το χρονικό διάστημα φαίνεται μικρό, η διαδρομή όμως είναι μεγάλη, γιατί ο ιστορικός χρόνος δεν έχει πάντα την ίδια αξία και πυκνότητα.

Ο 18ος ΑΙΩΝΑΣ, περίοδος γενικότερης προαγωγής των όρων της ζωής της νεοελληνικής κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από την οικονομική άνοδο και την ενίσχυση και καλλιέργεια της υψηλής παιδείας. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με την έντονη εκδοτική δραστηριότητα, τις μεταφράσεις επιστημονικών και λογοτεχνικών έργων, τη διακίνηση βιβλίων και περιοδικών στα σχολεία και τις βιβλιοθήκες, την ακμάζουσα εκπαιδευτική δραστηριότητα, τους προβληματισμούς και τις διαμάχες για την ελληνική γλώσσα, είναι από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις του νέου Ελληνισμού. Το άνοιγμα στη Δύση, τις αγορές, τα ιδεολογικά ρεύματα, τις εξελίξεις της επιστήμης, τροφοδοτεί το μυαλό και τις συνειδήσεις με νέες γνώσεις, ιδέες, ανησυχίες και αιτήματα.

ΟΣΟ ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ προς τα τέλη του αιώνα πυκνώνουν τα φαινόμενα, εντείνονται οι προσπάθειες της εθνικής αφύπνισης και της οργάνωσης των κάθε είδους δυνάμεων, επιταχύνονται οι αλλαγές στις συνειδήσεις των ανθρώπων, πληθαίνουν τα τεκμήρια που μαρτυρούν ότι ολοκληρώνεται ο μεγάλος και γόνιμος κύκλος των αναζητήσεων, των ζυμώσεων και των συγκερασμών και ότι σύντομα θα έρθει η ώρα για την επίτευξη του μεγάλου σκοπού: του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.

***

Η ανακαίνιση του Ελληνικού Έθνους
του Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου
Ομότιμου Καθηγητή Νείτερης Ιστορίας
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Από τα στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν πως συνέβαλαν στην ανακαίνιση του ελληνικού έθνους πριν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα του 1821 υπήρξαν, (α) η προβολή των Ελλήνων της εποχής ως απογόνων των Αρχαίων Ελλήνων, (β) η ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους και η διάκριση τους από τους Τούρκους, (γ) η καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας ως παράνομης και της τουρκικής εξουσίας ως αυθαίρετης και τυραννικής, (δ) η προβολή του δικαιώματος των Ελλήνων να διεκδικήσουν την ελευθερία τους και να συστήσουν αυτόνομη και ευνομούμενη πολιτεία.

Η ΠΡΟΒΟΛΗ αυτών των στοιχείων, σε συνδυασμό με την Επανάσταση, ανακαίνισαν το ελληνικό έθνος, το οποίο έως τότε αποτελούσε τμήμα αναπόσπαστο της ορθόδοξης οικουμένης, της οποίας η θεσμοθετημένη και κηδεμονεύουσα αρχή ήταν η Μεγάλη Ανατολική του Χριστού Εκκλησία με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Έως τότε, δηλαδή, βασικό κριτήριο διακρίσεως των Ελλήνων ως έθνος ήταν το θρήσκευμα, το οποίο βέβαια ήταν το παραδοσιακό κριτήριο διακρίσεως των ανθρώπινων κοινοτήτων.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ πίστη αποτελούσε τη θεμελιώδη βάση στην οποία είχε αναπτυχθεί το ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Δεν σημαίνει βέβαια αυτό ότι η στροφή προς μια περισσότερο κοσμική υπόσταση άλλαξε τόσο ριζικά την υπόσταση αυτού του έθνους ώστε να μιλάμε για νέο έθνος. Το ελληνικό έθνος ακόμα και ως τμήμα οργανικό και αναπόσπαστο της ορθόδοξης οικουμένης, τμήμα δηλαδή μιας θρησκευτικής κοινότητας, ήταν διακριτό και από τους κυρίαρχους Τούρκους και από τους συνοίκους λαούς, δηλαδή εκείνους τους χριστιανικούς Λαούς που αποτελούσαν τμήμα της ίδιας κοινότητας.

Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΓΛΩΣΣΑ της ορθόδοξης οικουμένης παρέμενε ελληνική και επί Τουρκοκρατίας και όταν το ελληνικό έθνος έκρινε πως έπρεπε να ανακαινιστεί διατήρησε όλα του τα παλαιά πολιτιστικά στοιχεία, μόνο που τώρα η βάση του ήταν περισσότερο πολιτιστική με την έννοια της γλώσσας και της Παιδείας και περισσότερο έτεινε να διακριθεί από τους υπόδουλους συνοίκους λαούς, δηλαδή τους αλλοφώνους.

Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ αυτή συντελέστηκε, αλλά δεν ολοκληρώθηκε έως την έκρηξη της Επανάστασης. Χρειάστηκε π Επανάσταση για να επιτείνει ορισμένες διαδικασίες. Στο Α' Σύνταγμα της Επιδαύρου αναφέρεται πως: «Έλληνες εισίν όσοι εις Χριστόν πιστεύοντες, κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος». Διακρίνεται δηλαδή η προτεραιότητα, η οποία ήταν το θρήσκευμα και δεν είχε εισαχθεί η έννοια της γλώσσας ως κριτήριο. Επίσης, η επικράτεια της Ελλάδος ήταν ασαφής αναφορά στον παραδοσιακό χώρο του έθνους.

Η ΓΛΩΣΣΑ εισήχθη ως κριτήριο στο Σύνταγμα της Τροιζήνας το 1823, για να ακολουθήσουν κατόπιν η «καταγωγή» και το «φρόνημα». Όλα αυτά τα κριτήρια είχαν περισσότερο σχέση με τον Ρομαντισμό παρά με τον Διαφωτισμό, με εξαίρεση φυσικά τη γλώσσα, η οποία προστέθηκε στα κριτήρια και έκτοτε θεωρήθηκε προϊόν του Διαφωτισμού, αλλά κατά βάθος υπήρξε και αυτή προϊόν του Ρομαντισμού με τη χερντερική της έννοια, ως «πνεύμα» (geist) ενός λαού. Έως τότε η ελληνική γλώσσα αποτελούσε πολιτιστικό αγαθό μείζονος σημασίας και οδηγούσε στην τελείωση του ανθρώπου.
ΠΗΓΉ www.zoiforos.gr